συνθεραπεύω

συνθεραπεύω
συνθερᾰπεύω,
A treat medically as well,

καὶ τὴν κεφαλήν Steph.in Gal. 1.338

D.:—[voice] Pass.,

ταῦτα -εται τῷ παντὶ σώματι Herod.Med.

ap. Aët. 5.129.
2 pay court to one along with or together, Philostr.VA6.30 ([voice] Pass.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνθεραπεύω — ΜΑ [θεραπεύω] περιποιούμαι κάποιον μαζί με έναν άλλο αρχ. επιζητώ την εύνοια κάποιου, προσπαθώ να ευχαριστήσω κάποιον με συνεχείς περιποιήσεις …   Dictionary of Greek

  • συνθεραπεύει — συνθεραπεύω treat medically as well pres ind mp 2nd sg συνθεραπεύω treat medically as well pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθεραπεύομεν — συνθεραπεύω treat medically as well pres ind act 1st pl συνθεραπεύω treat medically as well imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθεραπεύεται — συνθεραπεύω treat medically as well pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθεραπεύων — συνθεραπεύω treat medically as well pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”